- ζῳδιακόν
- ζῳδιακόςofmasc acc sgζῳδιακόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπορεύομαι — Α 1. πορεύομαι, ταξιδεύω γύρω από έναν τόπο 2. (για ουράνιο σώμα) περιστρέφομαι («ὁ ἥλιος περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.) 3. περπατώ, βαδίζω γύρω από έναν τόπο 4. (με αιτ. τού τόπου) περιέρχομαι («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», Πολ.) … Dictionary of Greek